πεταλοποιός

πεταλοποιός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πεταλοποιός" в других словарях:

  • πεταλοποιός — ο, Ν αυτός που κατασκευάζει πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πεταλοποιός — ο ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλουργός, πεταλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • πεταλοποιείο — το, Ν εργαστήριο όπου κατασκευάζονται πέταλα για οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πεταλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πεταλουργός — ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλοποιός, πεταλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»